❝ θεοδέγμων ❞
(δύσκολες λέξεις & φράσεις της υμνογραφίας)
Η λέξη (σύνθετη: θεός + δέγμων < δέχ-ομαι) σημαίνει «αυτός που δέχεται τον Θεό» (δηλ. όχι που τον πιστεύει, αλλά που γίνεται «δοχείο» του).
Στην υμνογραφία απαντά μόνο δύο φορές:
α) ως προσδιορισμός του Παναγίου Τάφου:
(«Τοῦ θεοδέγμονος τάφου, πρὸς τοὺς Ἰουδαίους οἱ φύλακες ἔλεγον. Ὦ τῆς ὑμῶν ματαιόφρονος συμβουλῆς! […]
β) ως προσδιορισμός της Θεοτόκου
«Χαίροις, Πάναγνε, θεοδέγμων Μαρία»
(το τελευταίο προέρχεται από τις Ιαμβικές προεόρτιες Καταβασίες των Χριστουγέννων, ένα θαυμάσιο ποίημα που αναρτούσαμε σε συνέχειες αυτές τις ημέρες).


