Ο κόσμος θεωρεί την άμυνα δικαιολογημένη και δικαίωμά του.
Ο αληθινά προσευχόμενος παραιτείται από το δικαίωμα αυτό.
Ρίχνει στη λησμοσύνη οποιαδήποτε αδικία κι αν του έγινε.
Η άμυνα εναντίον αυτών, που μας αδικούν και που δεν είναι ξένοι, αλλά αδέλφια εν Χριστώ, σημαίνει στάση εχθρική εναντίον τους και διάθεση χρόνου και δυνάμεων για να γίνει αποτελεσματική. Σημαίνει συναισθήματα έντονα, σκέψη συστηματική και σχέδια στρατηγικά για το πως θα αμυνθούμε και πως θα εξουδετερωσουμε και θα εκμηδενίσουμε αυτούς που μας αδίκησαν.
Όλες αυτές οι ενέργειες και όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα μέσα μας συντελούν στο να χάνουμε την ειρήνη μας και να αναστατωνόμστε. Και βέβαια δε χάνει την ωραία γι’αυτόν εύκαιρία ετούτη ο πονηρός για να μας ανακατέψει ακόμα πιο πολύ, ώστε να χάσουμε ακόμα περισσότερο την εσωτερική μας ισορροπία. Το αποτέλεσμα είναι να μην μπορούμε πιά να προσευχηθούμε.
Έτσι για πράγματα, που έχουν σχέση με τον κόσμο αυτό, χάνουμε πράγματα αιώνιας αξίας.
Εξαιτίας πραγμάτων σχετικών και φθαρτών χάνουμε τον Απόλυτο, το Θεό.
Αν ο πρσευχόμενος προτιμήσει το Θεό παρά τις αδικίες, που υφίσταται, τότε ο ίδιος ο Θεός, χάριν του οποίου υφίσταται αυτή τη θυσία ο προσευχόμενος, αναλαβαίνει να κάνει ο,τι ο ενδιαφερόμενος δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει αμυνόμενος.
Γιατί είναι οπωσδήποτε «δίκαιον παρά τω Θεώ ανταποδούναι τοις θλίβουσι ημάς θλίψιν»(Β΄ Θεσσ. α΄6-7). Αυτό όμως είναι υπόθεση του Θεού.
Ο προσευχόμενος ούτε την ιδέα της εκ μέρους του Θεού εκδίκησης θα σκεφτεί. Ίσα ίσα προσεύχεται θερμά με το πνεύμα προσευχής του Κυρίου πάνω στο σταυρό΄
«Πάτερ, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι»(Λουκ.κγ΄34).
Ιερομ. Ευσεβίου, «ΕΙΣ ΥΨΟΣ ΝΟΗΤΟΝ».