ΓΈΡΟΝΤΑΣ ΑΓΙΟΣ Π.ΕΥΜΕΝΙΟΣ ΛΑΜΠΑΚΗΣ

Πήγαν κάποτε τρεις κυρίες, συμμαθήτριες τού πατρός Ιεροθέου άπό παλιά, γιά νά γνωρίσουν τον πατέρα Εύμένιο καί νά έξομολογηθούν.
Περιμένοντας στήν αύλή σκέφτονταν άν θά τούς πει ό Γέροντας κάτι ώφέλιμο μιας καί δεν τις γνωρίζει.
Φθάνοντας η σειρά τους τις φωνάζει ό πατήρ Εύμένιος και καλεί τήν μία νά κάτσει δίπλα του καί τις άλλες δύο άπέναντί του.
Ξεκινάει νά μιλά χωρίς νά πούν τίποτε οί κυρίες:
-Ή μοιχεία, παιδί μου, είναι κακό πράγμα.
Έχει αυτά τά κακά, τά όποια άρχισε νά απαριθμεί.
Στήν συνέχεια, άπευθυνόμενος στήν κυρία πού κάθοταν δίπλα του, τής λέει:
-Βρε, εσύ, γιατί είσαι σκορπαλευρον (δηλαδή σκορπάς τά χρήματα άλόγιστα);
Ό άντρας σου είναι ναυτικός καί θαλασσοπνίγεται.
Σού στέλνει τά χρήματα και εσύ δεν κάνεις οικονομία.
Αλλά σέ λυπούμαι, παιδί μου, διότι θά πάρεις έναν μεγάλο πόνο, άλλά θά βαστήξει πολύ λίγο, τής είπε χωρίς νά καταλάβει εκείνη τι εννοούσε.
Πηγαίνοντας αυτή στο χωριό, βρίσκει τον πατέρα Ιερόθεο καί τού λέει ότι τής είπε ό Γέροντας,
ότι θά τήν βρει ένα κακό, άλλά θά κρατήσει λίγη ώρα.
Εκείνος δεν μπορούσε νά τής δώσει κάποια έξήγηση γιά τό τί έβλεπε ό Γέροντας καί της είπε νά περιμένει.

Σέ λίγο καιρό, δεν πέρασαν ούτε δεκαπέντε μέρες, τήν ειδοποιούν στις έπτά καί μισή τό πρωί, ότι σκοτώθηκε ό γιός της, πού δούλευε στον ναύσταθμο.
Τό χωριό όλο έγινε άνάστατο.
Έφεραν τό νεκρό παιδί στις έπτάμιση τό βράδυ καί μόλις τό έβαλαν στο σπίτι πέθανε κι ή μητέρα άπό άνακοπή καρδιάς.
Κατάλαβε τότε ό πατήρ Ιερόθεος τά λόγια πού είχε πει ό πατήρ Εύμένιος στήν μητέρα,
ότι «θά πάρεις έναν μεγάλο πόνο, άλλά θά βαστήξει πολύ λίγο».

απο το βιβλιο ΔΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΜΠΟΥΣΙΑ.Ο ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΤΩΝ ΡΟΥΣΤΙΚΩΝ. Π ΕΥΜΕΝΙΟΣ ΛΑΜΠΑΚΗΣ.
από PROSKINITIS

*****
Μία χρονιά, παραμονές Χριστουγέννων, ἦταν ἡ σειρά τοῦ π. Εὐμενίου Λαμπάκη τῶν Ρουστίκων (+2005) νά πάη στό Μετόχι καί μέ ἱερή ἀνάμνησι διηγήθηκε κάποτε στόν π. Σπυρίδωνα:
-Ἐκεῖνη τήν χρονιά, παιδί μου, εἴχαμε πολύ βαρυχειμωνιά καί πολλά χιόνια στό Μοναστήρι.
Τό κρύο ἦταν τότε τσουχτερό, ὄχι ὅπως εἶναι τώρα.
Ἦταν ἄγριοι οἱ χειμῶνες ἐκεῖνα τά χρόνια.
Ἑτοιμάσθηκα, λοιπόν, τήν προπαραμονή νά πάω νά λειτουργήσω στό Μετόχι, στήν Παναγία.
Θά κάναμε νωρίς τόν Ἐσπερινό μέ τούς πατέρες καί μετά θά ἔπαιρνα τήν φοράδα τῆς Μονῆς καί θά ἔφθανα τήν ἄλλη μέρα στό χωριό.
Ἦταν μακρύς ὁ δρόμος, ἄγριος καί δύσβατος.
Περνοῦσες μέσα ἀπό φαράγγια καί κακοτοπίες.
Ἀπό νωρίς εἶχε ἕνα ἄγριο ξεροβόρι.
Ἄρχισε νά φυσάη πολύ, νά ψιλοχιονίζη καί νά κάνη πάρα πολύ κρύο.
Πῆγα, λοιπόν, ἀπό νωρίς καί ἀχυροτάϊσα τήν φοράδα.
Μέ θωρεῖ ὁ Ἡγούμενος, ὁ π. Βασίλειος, ἕνας Ἅγιος Γέροντας, καί μοῦ λέει:
-Εὐμένιε, ποῦ θά πᾶς;
-Θά πάω, Γέροντα, μέ τήν εὐχή σας νά λειτουργήσω αὔριο στήν Παναγία.
-Τί λές, Εὐμένιε, δέν φοβᾶσαι τό Θεό;
Δέν βλέπεις τί γίνεται ἐδῶ πέρα, χαλάει ὁ κόσμος ἀπ᾽ τό κρύο, τόν ἀέρα, τή βροχή, τό χιόνι, πῶς θά πᾶς;
Ἐκεῖνα τά χρόνια, παιδί μου, δέν εἴχαμε οὔτε ὀμπρέλες οὔτε ἀδιάβροχα καί ἦταν δύσκολες οἱ μετακινήσεις, ἀλλά τοῦ λέω:
-Γέροντα, μέ τήν εὐχή σας θά πάω.
-Πῶς θά πᾶς; Σέ μία ὥρα θά σκοτεινιάση καί δέν θά βλέπης!
-Γέροντα, μέ τήν εὐχή σας, τοῦ λέω, θά πάρω τόν λύχνο τῆς Μονῆς καί θά πάω.
Καί τόν βλέπει, λέει, ὁ Ἡγούμενος νά παίρνη τόν λύχνο, ὁ ὁποῖος εἶχε τέσσερα φυτίλια, γιά νά φωτίζη περισσότερο,
καί ἀφοῦ πρῶτα ἔβαλε λίγο λάδι ἀπ᾽ τό καντήλι τοῦ Προφήτη Ἠλία τό ἀπογέμισε μέ λάδι ἀπ᾽ τό μπουκάλι
. Ἔβαλε τρεῖς ἐδαφιαῖες μετάνοιες στήν εἰκόνα τοῦ Προφήτη Ἠλία καί ἄναψε τό λύχνο ἀπ᾽ τό καντήλι του.
Βγῆκα, λοιπόν, παιδί μου ἔξω καί φύσαγε τόσο ὁ ἀέρας, πού ἦταν ἕτοιμος νά πάρη τήν φοράδα καί ἐμένα.
Ὁ λύχνος, ὅμως, παιδί μου, δέν ἔσβηνε.
Εἶναι, παιδί μου, δυνατόν;
Κι ὅμως εἶναι δυνατόν, ὁ λύχνος δέν ἔσβηνε
καί μοῦ ἔφεγγε ὅλη τή νύκτα.
Ὅταν ἔφτασα σ᾽ ἕνα σημεῖο πού λέγεται κακός πόρος, ἔπρεπε νά περάσω ἕνα ρυάκι πού τό καλοκαίρι γίνεται ξεροπόταμο,
ἀλλά τόν χειμῶνα κατέβαζε πολύ νερό, ὅταν ἔβρεχε, καί δέν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος γιά νά περάσης.
Φθάνοντας, λοιπόν, ἐκεῖ κοντά στό ρυάκι θωρῶ τήν φοράδα καί βάζει ἀντισκάρι τά δύο της μπροστινά πόδια καί δέν ἤθελε νά πάη οὔτε μπρός οὔτε πίσω.
Κάτι εἶχε τρομάξει τήν φοράδα καί δέν κουνιόταν.
Κάνω, ἔτσι, τόν λύχνο πιό ψηλά καί τί νά δῶ.
Τό ποτάμι νά ἔχη φουσκώσει, νά κατεβάζη ξύλα, κλάδια, πέτρες.
Ἐνῶ ἐγώ ἤξερα ὅτι ἦταν ρυάκι,
τώρα τό νερό περνοῦσε πάνω ἀπό μία ξύλινη γέφυρα, ἀπ᾽ τήν ὁποία περνοῦσαν μόνο πεζοί.
Ἐμεῖς ἔπρεπε νά περάσουμε μέσα ἀπ᾽ τό ποτάμι, διότι ἡ γέφυρα δέν ἄντεχε τό ἄλογο, ἀλλά τό ζῶο φοβήθηκε μέ αὐτό τό ὁποῖο εἶδε.
Κατάλαβε ὅτι κινδύνευε.
Ξεπέζευσα, λοιπόν, καί σιργούλευα τό ζῶο καί τοῦ ᾽λεγα:
-Μήν φοβᾶσαι, μήν φοβᾶσαι δέν θά μᾶς ἀφήση ἡ Παναγία. Θά περάσουμε.
Καί βλέπω τό ζῶο νά σηκώνη τά αὐτιά του ψηλά καί πέφτω, παιδί μου, καταγῆς, ἐνῶ ἔβρεχε καί χιόνιζε καί λέω:
«Παναγία μου, βοήθησέ με, στά χέρια σου εἴμαι, νά μήν μείνης ἀλειτούργητη.
Βοήθησέ με νά περάσω μέ τό ζῶο ἀπέναντι.»

Καί σταυρώνω, παιδί μου, τό ποτάμι καί τί ἔγινε;
Σταμάτησε τό νερό νά τρέχη καί ἄνοιξε ὁ ποταμός σάν τήν Ἐρυθρά Θάλασσα.
Περάσαμε ἀπέναντι καί αἰσθανόμουν τῆς φοράδας τά πέταλα νά κτυπάνε πάνω σέ ξερές πέτρες.
Κι ὅταν φθάσαμε στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ ποταμιοῦ ἀκούω ἕνα μεγάλο θόρυβο καί ἕνα μεγάλο κύμα καί ξαναγύρισε τό ποτάμι καί ἀκολούθησε τήν πορεία του.
Τό θαυμαστό αὐτό γεγονός τό εἶχε ἐκμηστηρευθῆ ὁ π. Εὐμένιος μόνο στόν π. Σπυρίδωνα,
μέ ἐντολή νά μήν τό πῆ σέ κανένα ὅσο ἐκεῖνος ζοῦσε.
Ὀ π. Σπυρίδων, ὅμως, τό εἶπε κάπου καί διαδόθηκε παντοῦ.
Γιά τήν ἀνυπακοή του αὐτή τόν ἐπετίμησε μέ κανόνα ὁ Γέροντας.

Πηγή:
http://animalsofmyheart.wordpress.com
ΑΓΙΕ ΓΕΡΟΝΤΑ ΕΥΜΕΝΙΕ ΠΡΕΥΒΕΥΕ ΓΙΑ ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΙΩΝ ΜΑΣ.!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: