Θυμάμαι ένα γεροντάκι που ερχότανε στο θυρωρείο της Μονής Κουτλουμουσίου, που ήμασταν για ενάμιση χρόνο, ο οποίος ήταν Ρουμάνος. Ήταν ένας ασκητής πάνω στη σκήτη των Ιβήρων και περνούσε από ‘κει πηγαίνοντας για Καρυές, ο γέρο-Σέργιος.
Αυτός πάντοτε πεινούσε, ο καημένος, δεν μαγείρευε ποτέ του και έτρωγε από τα μοναστήρια ό,τι του έδιναν. Αλλά ήταν πολύ έξυπνος και πολύ χαρούμενος άνθρωπος. Αυτός τι έκανε, νομίζετε; Αυτός έκανε θελήματα όλων των πατέρων της περιοχής. Δηλαδή του έλεγαν, «θα πας στις Καρυές; Φέρε μου εμένα το ένα πράγμα, φέρε μου το άλλο πράγμα». Διάφορα ψωνίσματα. Τα φορτωνόταν στην πλάτη και τα κουβαλούσε στον ώμο να τα πάρει μια-δυο ώρες με τα πόδια εκεί στους πατέρες που τους διακονούσε.
Όταν πέθανε και του έβγαλαν τα παπούτσια του για να τον θάψουν -να τον ετοιμάσουν για να τον κηδέψουν- τα πόδια του ήταν λιωμένα από την αγάπη των αδερφών. Δε χαλούσε χατίρι! Αλλά για την αγάπη των αδελφών πήγαινε και διακονούσε τους πατέρες κουβαλώντας πράγματα στον κάθε αδερφό που του ζητούσε. Μια φορά μάλιστα ήταν φορτωμένος έναν κύλινδρο του γκαζιού,
ένα πετρογκάζ, όπως το λένε εκεί.
Εντάξει, εμείς που το βλέπαμε, βέβαια,
ήμασταν και νέοι και δεν καταλαβαίναμε τον αγώνα του ανθρώπου…
Ερχόταν ο παππούς εκεί, λοιπόν, «τι κάνεις γέρο-Σέργιε;» Έλεγε, «πεινάω!».
Του έλεγα εγώ, «μα δεν έχουμε φαγητό, μας έλλειψε». -Δεν πειράζει, μπρε! Εάν μου δώσεις φαγητό, καλά θα κάνεις. Εάν δεν μου δώσεις, καλύτερα θα κάνεις.
Το έλεγε και είχε ένα πλατύ χαμόγελο,σαν το φεγγάρι ήταν το πρόσωπό του!
Δηλαδή ήξερε να αξιοποιεί κάθε περίσταση της ζωής του όμορφα και χαριτωμένα. Ήταν πραγματικά εύελπις άνθρωπος. Ο εύελπις άνθρωπος ελπίζει στον Κύριο, ο άλλος άνθρωπος ελπίζει στις δυνάμεις του…
π. Αθανάσιος Μητρ. Λεμεσού
https://youtu.be/dcUbxDWR3Qo