νας μόνος πειρασμός δεν εναι πό τον Θεό: Η ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ!

Στν Α΄ προς Κορινθ. πιστολ  πόστολος Παλος τονίζει: «λλ τ μωρά του κόσμου ξελέξατο  Θες να τος σοφος καταισχύνη» (Α Κόρ.  27). Δήλ.  Θες ξέλεξε κείνους, πο  κόσμος περιφρονε ς μωρος κα νόητους, γι ν καταντροπιάση τος σοφούς. Τ κοσμικ κριτήριο λέγει τι ξυπνοι κα σοφο συνήθως εναι ατο πο γνωρίζουν γράμματα. σα πι πολλ γράμματα γνωρίζεις τόσο πι σοφς εσαι. λλ  λήθεια εναι τι ο περισσότεροι γιοι σαν γράμματοι «οχ μώρανεν  Θες τν σοφίαν το κόσμου τούτου;» (Α Κόρ.  20) δήλ. δν πέδειξε  Θες νόητη τν σοφία τν νθρώπων, πο χουν τ κοσμικ φρονήματα τς ποχς μας;

 Στ περίχωρα τν θηνν πρς τ Βοτανικό, πάρχει μία μικρ κκλησούλα πρς τιμ το γίου Νικολάου. ξω δ π ατν τν κκλησούλα βρισκότανε, να κυπαρίσσι ξερό. Κάποτε να καλογεροπαίδι πγε ες νδειξη εχαριστίας ν προσκυνήση τν γιο, πο τν θεράπευσε π μία δυνατ γρίππη.  κκλησούλα ταν ρημη κα τν παραξένεψε ατ τ κατάξερο κυπαρίσσι. Πς κατ τ γερμανικ κατοχ κανένας δν… τ κοψε ν τ κάνη ξύλα γι θέρμανση σ μία περίοδο, πο ο νθρωποι κλεβαν τ παραθυρόφυλλα τν γειτόνων τους, γι ν νάψουν φωτιά!

στερα π δύο τρία χρόνια  νεαρς καλόγερος ξαναγύρισε κα πάλι στ μικρ κκλησάκι, λλ τώρα τ βρκε σκουπισμένο καθαρ κα τ καντήλι το γίου ναμμένο. τσι το ρθε ν ψάλλη τν παρακλητικ κανόνα το Χριστο μας: «ησο Γλυκύτατε, ψυχς μς θυμηδία…

– Τί ραία λογάκια. κουσε μία φων πίσω του μόλις τελείωσε  κολουθία!

– ν σ’ ρέσουν τόσο κυρούλα, λα ν σο μάθω ν τ ψέλνης!

– μ, δν ξέρω γ γυιόκα μου γράμματα, πς ν διαβάσω;

– Ξέρεις μήπως τότε τ «Πιστεύω»;

– Μπ εναι μεγάλο κενο, πο ν τ ξέρω γ  φτωχή!

– Μήπως τότε ξέρεις τουλάχιστον τ «Πάτερ μν»;

– Μμ, κα ατ κομμάτι δύσκολο μούρχεται.

– λα τότε ν σο μάθω μία μικρ προσευχή, ν τν λς πάντοτε εναι πολ μικρή: «Κύριε ησο Χριστέ, Υἱὲ το Θεολέησον μέ!»

– Κύριε, Θε … εε Χριστο

– χι τσι γιαγι κου: «Κύριε, ησο Χριστέ, Υέ του…»

– Κύριε, το Χριστο, το Θεο…!

– Δν μο λς καλ κυριούλα, δν κάνεις ποτ προσευχή;

– Πς δν κάνω! Πάντα κάνω! Κα τώρα πού σου μιλ προσεύχομαι!

– Κα τί λές;

– Νά, λέω: «Κύριε, λέησον»!

 τρελλ εναι σκέφτηκε  νεαρς καλόγερος  θεοφόρος. τσι λοιπν τί ρώτησε:

– Τί κάνεις γιαγιάκα δ; Πς βρέθηκες;

– χ γυιόκα μου τρία παλληκάρια μούδωσε  Θες κα πως μου τάδωσε τσι κα μο τ πρε. Ελογημένο τ νομά Του. ταν χασα τ τρίτο μου παιδί, μ΄άφησε κα να γγόνι ρφανό, γιατί ταν χρος, σν μάνα πονοσα πολ κα κλαιγα, λλ συνάμα ασθάνθηκα μέσα μου στν καρδιά μου μία μεγάλη χαρ κα μέσως μ’έπιασε ν λέω «Κύριε, λέησον»! Κα π τότε δν τ χω σταματήσει μέρα νύχτα!

– Κα δν μο λς μανούλα μου, δν γανάχτησες!

– Κα πς ν γανακτήσω παιδάκι μου, δν ξέρεις πς λους τους πειρασμος πο ρχονται στν νθρωπο τος παραχωρε  Θεός; νας μόνος πειρασμς δν εναι π τ Θεό: Η ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ! τσι λοιπν ταν μεινα κα γ στ δρόμο μ τ ρφαν παρακάλεσα τν Θεό μας κα μο βρκε μία γειτόνισσα πού μου τ κράτησε κα γ λθα σ ατ τ κκλησάκι κα επα στν η Νικόλα:

– η Νικόλα μου, δν μού’μεινε πλέον παιδί, γι ν μ θάψη, δν χω πλέον γυι ν περιποιηθ ετε ν μ στεγάση. Τώρα πι σ θ νσαι γυιός μου, θ σ περιποιομαι, θ καθαρίζω τ σπιτάκι σου, π τν λεημοσύνη τν νθρώπων θ’ νάβω τ καντηλάκι σου, κα θ κοιμμαι στ σπιτάκι σου σ μία γωνίτσα, μέχρι τν μέρα πο θ μ θάψης. Γιατί σένα δν θ σ χάσω ποτέ. σ δν θ μο πεθάνης, λλ σ θ θάψης μένα»!

– Κα γιατί κυρούλα, δν κόβουνε ατ τ ξεραμένο κυπαρίσσι;

– Ατ γυιέ μου τ κυπαρίσσι δν μπορε ν κοπ. Σ’ ατ δ τ δέντρο πρτα ο τορκοι κρεμοσαν τος νεομάρτυρες, εναι δέντρο γιασμένο δ κα κανες δν τολμ ν τ πειράξη!

Σὰν τ’άκουσε αὐτὰ ὁ νεαρὸς καλόγερος παραδόθηκε σὲ σκέψεις: Μήπως τάχα καὶ διάβασε Φιλοκαλία ἡ γριούλα αὐτὴ ἡ Ἅγιο Συμεὼν Νέο Θεολόγο! Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἅγια καὶ ψυχοσωτήρια, ἀλλὰ ἐὰν δὲν χρησιμοποιοῦνται μὲ τὴν ἁπλότητα μίας καθαρῆς καρδιᾶς, δυνατὸν εἶναι νὰ τὰ χρησιμοποιήση ὁ διάβολος, γιὰ νὰ μᾶς πλανήση. Ὅταν ἡ καρδιὰ μᾶς εἶναι ἁπλὴ καὶ καθαρὰ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς ἐπισκέπτεται ΟΠΩΣ θέλει, ΟΠΟΥ θέλει καὶ ΟΤΑΝ θέλη. Δὲν εἶναι οὔτε οἱ γνώσεις μας οὔτε τὸ ποσὸν τῶν προσευχῶν ἡ τῶν ἀσκήσεών μας ποὺ θὰ ὑποχρεώσουν τάχα τὸν Θεὸ νὰ μᾶς ἀπαντήση.«Κύριος σοφεῖ τυφλούς»! Γιὰ κοιτάχτε τοὺς παπικούς, μεταφράζουν τοὺς Πατέρες μας, μεταφράζουν τὴν Φιλοκαλίαν μας, μεταφράζουν τὸ Γεροντικόν μας, μεταφράζουν τὶς ἀκολουθίες μας καὶ ὅμως ποῖον τὸ ἀποτέλεσμα; Πάλιν παπικοὶ μένουν, διότι δὲν ἐγεύθησαν τὴν Χάριν καὶ τὸ Σωτήριόν του Θεοῦ.

πηγή: ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: